δρεπάνισμα

δρεπάνισμα
και δρεπάνιασμα, το [δρεπανίζω]
1. θέρισμα, θερισμός
2. χτύπημα δρεπάνου, δρεπανιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δρεπάνισμα — το θέρισμα με δρεπάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόσισμα — το [κοσίζω] θέρισμα με κόσα, δρεπάνισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”